Ενοδία

Ενοδία
Θεότητα των αρχαίων Ελλήνων, η θηλυκή μορφή του Ερμή. Οι αρχαίοι αποκαλούσαν έτσι την Εκάτη, την Άρτεμη, την Κόρη και τη Σελήνη. Σε ορισμένες πόλεις, όπως στις Φερές της Θεσσαλίας και στον Ωρεό της Εύβοιας, λατρευόταν ως ξεχωριστή θεότητα, την οποία θεωρούσαν προστάτιδα των δρόμων και των μνημείων που βρίσκονταν μακριά από κατοικημένες περιοχές. Η Ε. προστάτευε, επίσης, τους οδοιπόρους και τα αντικείμενα που χάνονταν στον δρόμο. Ο ταξιδιώτης που έφτανε στον τόπο του χωρίς να του συμβεί κάτι απρόοπτο στη διαδρομή αφιέρωνε στη θεά το καπέλο του (σύμβολο του ταξιδιού του), ως ένδειξη της ευγνωμοσύνης του για την προστασία που του προσέφερε. Σε πολλές πόλεις της αρχαιότητας, όπως η Αίγινα, το Άργος, η Κολοφώνα και η Επίδαυρος, υπήρχαν ιεροί χώροι, ναοί και αγάλματα προς τιμήν της θεάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐνοδία — ἐνοδίᾱ , ἐνόδιος in fem nom/voc/acc dual ἐνοδίᾱ , ἐνόδιος in fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόδια — ἐνόδιος in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοδίας — ἐνοδίᾱς , ἐνόδιος in fem acc pl ἐνοδίᾱς , ἐνόδιος in fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοδίαν — ἐνοδίᾱν , ἐνόδιος in fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενόδιος — ἐνόδιος, ία, ον και ἐνόδιος, ον (επικ. τ. εἰνόδιος, ίη, ον) (Α) [οδός] 1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή δίπλα στον δρόμο («τῶν γὰρ πόλεων τὰς ἐνοδίους καὶ παραθαλαττίους», Πλούτ.) 2. ο χρήσιμος για τον δρόμο 3. ως επίθ. τών θεών, τών οποίων έστηναν… …   Dictionary of Greek

  • Enodia — or Einodia (Greek: polytonic|Ἐνοδία, the one in the streets) was an appellation, epithet of Artemis, Hecate or Persephone. The most frequent locus of the name is Thessaly, where Enodia was identified with Artemis. Timarete of Corinth, who died in …   Wikipedia

  • Hécate — Para otros usos de este término, véase Hécate (desambiguación). Escultura romana de Hécate triple, copia de un original griego (Museo Chiaramonti). Hécate (en griego antiguo Ἑκάτη Hekátē o Ἑκάτα Hekáta) fue originalmente una diosa de las tierras… …   Wikipedia Español

  • Enodia — ENODIA, æ, Gr. Ἐνοδία, ας, ein Beynamen der Diana, welchen sie von ἐν und ὁδὸς, ein Weg, hat, weil sie unter andern auch eine Vorsteherinn der Wege war. Gyrald. Synt. p. 367 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • RETE — Arachnes inventum, Plin. l. 7. c. 56. qui idem linum Zoelicum ex Hispania illis aptissimum iudicat, l. 19. c. 1. Usus in Venatione maxime: unde Retia Dianae utpote venatricis Deae, statuis olim addita: quemadmodum et venabula, lineae versicolores …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενοδίτις — ἐνοδῑτις, η (Α) η ενοδία θεά, βλ. ενόδιος, 3. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + οδίτις, θηλ. τού οδίτης < οδός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”